ἐλεγχόμενα

ἐλεγχόμενα
ἐλέγχω
disgrace
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐλεγχομένας — ἐλεγχομένᾱς , ἐλέγχω disgrace pres part mp fem acc pl ἐλεγχομένᾱς , ἐλέγχω disgrace pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • обличаѥмыи — (37) прич. страд. наст. к обличати. 1.В 1 знач.: книгы отъ||вьрзаѥмы. дѣла таина˫а обличѧѥма. Изб 1076, 90 об.–91; иде же рѣка огньна и чьрвь ˫адовитыи. наго же все обличаѥмо. СбТр XII/XIII, 17; вcѧ же обличаема ѿ свѣта ˫авлѧютьсѧ. все бо… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • обличиѥ — ОБЛИЧИ|Ѥ (21), ˫А с. 1.Вид, облик: и твоѥго лица часто видѧщи. ѡ҃ца твоѥго подобьно ѡбличие. д҃шевноѥ истовоѥ || снабдѧщи. и великъ ѹвѣтъ и ѹтѣшение творѧщи. ПрЛ XIII, 68–69; силнѣ же опалѧѥм... || самѣмъ костемъ ѥго съхнѹтисѧ и ищезнѹти облiчью… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • γκραβούρα — Είδος έντυπης παράστασης, κυρίως σε χαρτί ή παρόμοιο υλικό. Δημιουργείται με τη βοήθεια ειδικών πλακών, στις οποίες έχει χαραχτεί το σχέδιο που προορίζεται για εκτύπωση. Οι παραστάσεις αυτές έχουν αισθητική αξία και κοσμούν συνήθως σελίδες… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • σωματειακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωματείο (α. «σωματειακή οργάνωση» β. «σωματειακή νομοθεσία») 2. φρ. «σωματειακό κράτος» πολιτικό σύστημα που εφαρμόστηκε στη φασιστική Ιταλία και στο οποίο η οργάνωση στα ελεγχόμενα από το κράτος… …   Dictionary of Greek

  • ισόπεδη διάβαση — Διασταύρωση σιδηροδρομικής γραμμής με οδική αρτηρία που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο. Σε οδούς μικρότερης σπουδαιότητας και χαμηλής κυκλοφορίας, η ι.δ. μπορεί να είναι διαρκώς ανοιχτή (αφύλακτη)· όμως, η μέγιστη ταχύτητα των τρένων δεν πρέπει, στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”